- κατάκτης
- (I)κατάκτης, ὁ (Α)αυτός που καταλύει σε πανδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με τη σημ. «καταλύω»].————————(II)κατάκτης, ὁ (Α)αυτός που σπάζει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-νυμι «σπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάκται — κατάκτης visitor masc nom/voc pl κατάκτᾱͅ , κατάκτης visitor masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακτῶν — κατάκτης visitor masc gen pl κατακτός capable of being broken fem gen pl κατακτός capable of being broken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκτας — κατάκτᾱς , κατάκτης visitor masc acc pl κατάκτᾱς , κατάκτης visitor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
καρυοκατάκτης — καρυοκατάκτης, ὁ (Α) ο καρυοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάκτης (< κατάγνυμι «σπάζω, κερματίζω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek